2. συλλογή βιβλίων που ανήκει σε κάποιο άτομο, σε ίδρυμα, σε οργανισμό κτλ.: Στο σχολείο μας αποφασίσαμε να φτιάξουμε δανειστική βιβλιοθήκη.
3. αίθουσα ή κτίριο όπου φυλάγονται πολλά και διάφορα βιβλία, τα οποία μπορούμε να διαβάζουμε εκεί ή να τα δανειζόμαστε: Αύριο θα πάμε επίσκεψη στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
ΕΤΥΜ.: Σύνθετη από τις λέξεις βιβλίο + θήκη
ΣΥΓΓ.: βιβλιοθηκούλα, βιβλιοθηκάριος
Βιβλιοστάσια: τα έπιπλα στα οποία είναι τοποθετημένα τα βιβλία
Πληροφοριακό τμήμα: ο χώρος με τα πληροφοριακά έργα (λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, άτλαντες, κτλ.)
Αναγνωστήριο: ο χώρος όπου οι χρήστες μπορούν να μελετήσουν με ησυχία.
Καθιστικό: ο χώρος συνήθως σε κάποιο απομονωμένο σημείο όπου οι χρήστες μπορούν να καθίσουν.
Τμήμα Περιοδικών: ο χώρος που βρίσκονται τα περιοδικά και οι εφημερίδες.
Νησίδες υπολογιστών: τα γραφεία με τους υπολογιστές για δημόσια χρήση.
Χώρος εκδηλώσεων: συνήθως εκεί πραγματοποιούνται ομιλίες ή εκθέσεις.
Γραφεία προσωπικού: οι περισσότεροι βιβλιοθηκονόμοι δουλεύουν στα γραφεία τους κάνοντας πολλές και διαφορετικές εργασίες.
Χώροι μελέτης: κάποιες βιβλιοθήκες έχουν ξεχωριστά δωμάτια όπου μικρές ομάδες μπορούν να δουλέψουν.
Τμήμα οπτικοακουστικού υλικού: στον χώρο αυτό υπάρχουν τα CDs, DVDs κ.α.
Ηλεκτρονικές